χαμᾶζε

χαμᾶζε
χᾰμ-ᾶζε, Adv., ([etym.] χαμαί)
A to the ground, on the ground, freq. in Hom.,

ἐξ ὀχέων σὺν τεύχεσιν ἆλτο χ. Il.3.29

, al.; ἀπὸ πύργου βαῖνε χ. stepped to the ground, 21.529; [

κεραυνὸν] ἧκε χ. 8.134

, cf. 14.497, 20.461;

χ. κάππεσεν 15.537

;

τόξον . . θῆκε χ. Od.21.136

, cf.22.340: rare in Trag. and Com., E.Ba.633 (troch.), Ar.Ach.341, 344 (both troch.);

μὴ πέσῃ χ. Id.V.1012

(lyr.);

χ. προβαίνουσα Babr. 115.13

; freq. in later Prose,

χ. θυρεοῖς κεκλιμένοις Plu.Sull.28

;

ἔχειν χ. δύ' ὀβολώ Luc.Lex.2

. (On the exceptional accent cf. Ael. Dion.Fr.322, Hdn.Gr.2.951.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • χαμᾶζε — to the ground indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμάζε — Α επίρρ. (επικ. τ.) χαμάδις*, χαμαί. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί + επιρρμ. κατάλ. ζε* κατά τα Ἀθήν ᾱζε, θύρ ᾱζε] …   Dictionary of Greek

  • χαμᾶζ' — χαμᾶζε , χαμᾶζε to the ground indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ζε — (Α) αχώριστο μόριο που μπαίνει στο τέλος λέξεων και δηλώνει κίνηση προς μια κατεύθυνση («Ἀθήναζε» προς την Αθήνα, «Θήβαζε», «θύραζε» αντί «Ἀθήνασδε» «Θήβασδε», «θύρασδε», αλλὰ κάποτε και με ονόματα ενικού αριθμού: «Ὀλυμπίαζε», «Μουνυχίαζε»,… …   Dictionary of Greek

  • έρα — (I) ἔρα, ἡ (Α) 1. η γη 2. η κοιλιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Συνδέεται πιθ. με αρχ. άνω γερμ. ero «γη», ουαλ. er w «αγρός», γοτθ. airpa «γη» κ.ά. Η ύπαρξη παράγωγου επίρρ. έρα ζε οδήγησε στην ερμηνεία τής γλώσσας τού Ησυχίου έρας ως ουδετέρου, ενώ, κατ’ άλλους,… …   Dictionary of Greek

  • λόφος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 790 μ., 74 κάτ.) στην πρώην επαρχία Αιγιαλείας του νομού Αχαΐας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νομού, 74 χλμ. Α της Πάτρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διακοπτού. Μέχρι το 1955… …   Dictionary of Greek

  • προσαναπαύω — Α [ἀναπαύω] 1. ενεργώ έτσι ώστε να αναπαυθεί κανείς παρόμοια ή επί πλέον 2. (το μέσ. ή παθ.) προσαναπαύομαι α) αναπαύομαι ή κοιμάμαι κοντά σε κάποιον β) αναπαύομαι πάνω σε κάτι («δεικνύντες... τοὺς στρατιώτας ἐρριμμένους ὑπὸ κόπου καὶ… …   Dictionary of Greek

  • χαμάθεν — και χαμαῑθεν Α επίρρ. χαμόθεν*. από κάτω («κάρφος χαμᾱθέν νυν λαβὼν τὸν λύχνον πρόβυσον», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαμαί* + επιρρμ. κατάλ. θε(ν)*. Ο τ. χαμᾱθεν αναλογικά προς το χαμᾱζε] …   Dictionary of Greek

  • ĝhðem-, ĝhðom-, gen. ĝh(ð)m-es —     ĝhðem , ĝhðom , gen. ĝh(ð)m es     English meaning: earth     Deutsche Übersetzung: “Erde, Erdboden”     Note: It was developed from the zero grade, from where the simple anlaut ĝh also in lengthened grade spread forms (about O.Ind.… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”